Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Η γυναίκα με τα μαύρα

Κάθε βράδυ την συναντώ στην στάση του λεωφορείου. Είναι πάντα καλοντυμένη. Λες και επισκέπτεται κάποιον πολύ αγαπημένο. Δεν κρατά τίποτα μαζί της. Ούτε τσάντα, ούτε καν σακούλα. Έχει πάντα ένα εισητήριο στην δεξιά της τσέπη παρέα με κάποια χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα. Στην αριστερή έχει ένα μοναδικό τσιγάρο και τον αναπτήρα της. 
Όταν φτάνει κοντά, κρύβεται πίσω μου, το ανάβει και το καπνίζει ρουφηχτά, κρυφά, σχεδόν ενοχικά, λες και ξέρει πως κάποιος θα έρθει να την μαλώσει.
Τις προάλλες μου μίλησε. Με ρώτησε κάτι για το λεωφορείο. Τότε κατάλαβα. Πρόσεξα το πρόσωπό της. Ξέρεις πως γνωριζόμαστε εμείς μεταξύ μας; Μετά το φευγιό, είναι σαν κάποιος  να μας ρούφηξε λίγη νιότη, λίγη χαρά, πολλά χαμόγελα. Και κάπως έτσι, η μορφή της, για καθρέφτης μου έκανε. Ίσως και η δική μου σε εκείνη. Απο τότε, με κοιτά και μου χαμογελά. Μόνο. Ξέρει. Και εγώ ξέρω. Και στα πρόσωπα, οι λέξεις μαραίνονται και πέφτουν. Αχρείαστες είναι. 

Α.Χ.

(Σταματίνα Ντουτσούλη)